- επικέφαλον
- ἐπικέφαλον, τό (AM) [κεφαλή]μσν.1. κάλυμμα τού κεφαλιού, περικεφαλαία2. (για άλογο) προμετωπίδααρχ.1. η κεφαλή τού πολιορκητικού κριού2. χρηματικό ποσό που διανέμεται κατ’ άτομο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικέφαλον — head of battering ram neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεφάλου — ἐπικέφαλον head of battering ram neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικέφαλα — mouth downwards indeclform (adverb) ἐπικέφαλον head of battering ram neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)